στερφεύω

στερφεύω
και στρεφεύω Ν [στέρφος]
1. (για ζώα) παύω να παρέχω γάλα («στέρφεψαν τα πρόβατα»)
2. (για πηγή) παύω να δίνω νερό, ξεραίνομαι, στερεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στερφεύω — στέρφεψα, γίνομαι στείρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρεφεύω — Ν βλ. στερφεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”