Dictionary of Greek. 2013.
στερφεύω — στέρφεψα, γίνομαι στείρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρεφεύω — Ν βλ. στερφεύω … Dictionary of Greek